Ανήμερα των Φώτων γίνονταν ο Αγιασμός. Τρεις νιόπαντρες γυναίκες πήγαιναν
στην εκκλησία τρία δοχεία με νερό, το οποίο διάβαζε ο παπάς. Μετά το τέλος
της λειτουργίας τα παιδιά έπαιζαν τα Φώτα. Ένας νέος ντυνόταν νύφη ενώ ένας
άλλος γαμπρός. Αφού γινόταν μια μεγάλη παρέα, γύριζαν όλα τα σπίτια του
χωριού τραγουδώντας τα κάλαντα των Φώτων :
Σήμερον είναι τα Φώτα κι ο φωτισμός
και χαρές μεγάλες στον Κύριο
και αύριο η κυρά μας η Παναγία
με τον Χριστό στην αγκαλιά
Δύνασαι Άγιο Γιάννη και Πρόδρομε
Να θεοβαπτισεις Θεόν παιδί
Δύναμαι και σώνω και προσκυνώ να θεοβαπτίσω
Θεόν, παιδί μες την κολυμπήθρα την αργυρή
Σπάργανα κι όνομα και κεριά κρατεί
Και τα θυμιατήρια στα δάχτυλα
Όταν τελείωνε το τραγούδι, η << νύφη >> προσκυνούσε μπροστά στη νοικοκυρά του
σπιτιού και της φιλούσε το χέρι. Εκείνη, της έδινε χρήματα, ενώ στους
υπολοίπους προσέφερε λίπα, κρέας, αλεύρι κ.τ.λ. .
Μετά το μεσημέρι ένας νεαρός μεταμφιέζονταν σε <<αρκουδιάρη>> ενώ ένας άλλος
σε αρκούδα. Η αρκούδα φορούσε δέρμα από γουρούνι, το πρόσωπο ήταν
μουτζουρωμένο, στο λαιμό κρεμούσε ένα κυπρί και μπροστά του έβαζε ένα πράσσο
και δύο κρεμμύδια. Ο αρκουδιάρης φόραγε φαρδιά και παλιά ρούχα, ένα παλιό
καπέλο στο κεφάλι και κρατούσε ένα καρδάρι. Χτυπούσε το καρδάρι και η αρκούδα
χόρευε. Τα παιδιά, όλα μαζί μια παρέα περνούσαν ξανά απ’ όλα τα σπίτια και
μάζευαν χρήματα και διάφορα ήδη. Στο τέλος πωλούσαν αυτά που είχαν μαζέψει
ενώ μοιράζονταν τα χρήματα. Έπειτα, κατέληγαν στην πλατεία του χωριού και
γίνονταν μεγάλος χορός, μέχρι που βασίλευε ο ήλιος.