Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς είχαν ήδη κανονιστεί οι “παρέες” των παιδιών που θα έλεγαν τα κάλαντα. Νωρίς το πρωί, ξεκινούσαν να πουν τα κάλαντα, σε όλα τα σπιτια και σ όλους τους μαχαλάδες. Ο επικεφαλής της παρέας ήταν ο αράπης, ο οποίος ειχε κρεμασμένα πάνω του κυπριά και κουδούνια ενώ επίσης κρατούσε ενα μεγάλο μαχαίρι για να βάζουν πάνω οι νοικοκυρές τα χρήματα. Καποιο αλλο παιδί της παρέας κρατούσε τον τρουβά μεσα στον οποιον έβαζαν το αλεύρι ενω παράλληλα τα υπόλοιπα παιδιά κρατουσαν απο ένα κακάβι (οικιακό σκεύος) μεσα στα οποία έβαζαν την λίπα, το χοιρινό κρέας και τις τσιγαρίδες. Πολλές γυναίκες οταν πήγαιναν τα παιδιά στο σπιτικό τους, έριχναν κάτω στην αυλή αλάτι και τους ζήταγαν να βελάξουν για να είναι καλή η χρονιά για τα ζώα. Το μεσημέρι και αφού είχαν περάσει απ όλους, επέλεγαν ενα απ τα σπίτια των παιδιών και αφου κατέληγαν εκεί οι μανάδες τους, τους έφτιαχναν πίτες και τηγανιά απο τα πράγματα που είχαν συγκεντρώσει . Οτι περίσευε τα πούλαγαν σε ένα συγχωριανό και τα χρήματα που τους έδινε τα μοιραζοταν όλοι μαζι για να αγοράσουν καμια καραμέλα έστω και κανενα ξερολούκουμο.
Άγιος Βασίλης έρχεται Γενάρης ξημερώνει
Βασίλημ πόθεν έρχεσαι και πούθε κατεβαίνεις;
Από τα ξένα έρχομαι και στα δικά σας πάω
Σαν έρχεσαι από την ξενιτιά πες μας κι ένα τραγούδι
Τραγούδι δεν εμάθενα, τραγούδι δε σας λέω
Στην πατερίτσα ακούμπησα να πω την αλφαβήτα
Κι πατερίτσα ήταν χλωρή, κι απόλκε ένα κλωνάρι
Κλωνάρι χρυσοκλώναρο, χρυσό, μαλαματένιο