Μια παλιά χριστουγεννιάτικη ιστορία του χωριού μας…

 

Παραμυθι μυθι μυθι το κουκι και το ρεβυθι δωστου κλωτσο να γυρισει παραμυθι ν’ αρχινισει ….

Το Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων και ένα βράδυ που η «Μούτζενα» (η μαμή του χωριού) βρισκόταν στο σπιτικό της, άκουσε την πόρτα να χτυπάει… ‘Άνοιξε και είδε μπροστά της έναν άντρα να της λέει:  «Μαμή μαμή η γυναίκα μου γεννάει απόψε… Έλα γρήγορα να την ξεγεννήσεις».  Η γριά μαμή  αν και τρομαγμένη τον ακολούθησε . Το χιόνι έπεφτε πυκνό κι  αφού περπάτησαν αρκετά  μέσα στην παγωμένη νύχτα , έφτασαν λίγο έξω από το χωριό, στην «Βρυσοπούλα».  Εκεί είδε πράγματι μια γυναίκα ετοιμόγεννη.  Λίγο πιο πέρα κάποιοι άντρες χόρευαν γύρω απ την φωτιά και έλεγαν : «Αν είναι παιδί χαρά στη μαμή κι αν είναι κορίτσι αλλοιά από τη μαμή». Η γυναίκα γέννησε και έκανε κορίτσι. Η μαμή επειδή είχε φοβηθεί από τα λόγια που άκουσε, έβαλε στο μωρό δυο κουβάρια νήμα και κερί  θέλοντας να τους ξεγελάσει πως το παιδί είναι αγόρι . Στη συνέχεια  το φάσκιωσε. Αμέσως έφτασαν και οι άντρες, που φυσικά δεν ήταν άντρες αλλά καλικάντζαροι…. Της  ζήτησαν να το ξεφασκιώσει, αλλά η έξυπνη γερόντισσα   τους είπε πως δεν ‘’κάνει’’ γιατί είναι γρουσουζιά και για το παιδί αλλά και για την μάνα. Οι αφελείς καλικάντζαροι πείστηκαν από τα λόγια της μαμής  και την άφησαν να φύγει.  Μετα από λίγη ώρα ξεφάσκιωσαν  το νεογέννητο και κατάλαβαν πως η μαμή τους είχε ξεγελάσει. Το μωρό ήταν  κορίτσι! Εξαγριωμένοι πήραν το δρόμο για  σπίτι της Μούτζενας. Χτύπαγαν την πόρτα,  φωνάζοντας για να μπουν μέσα.  Η ηλικιωμένη γυναίκα όμως  είχε ήδη προλάβει να  ανάψει φωτιά στο μπουχαρί  και όλη τη νύχτα έκαιγε γουρνοτσάρουχο και λιβάνι, ενώ θυμιάτιζε μπροστά απ τα παραθύρια και την πόρτα. Για καλή της τύχη, πήρε να ξημερώνει και λάλησαν τα κοκκόρια!!! Οι καλικάντζαροι στο άκουσμα τους εξαφανίστηκαν!!! Σαν ξημέρωσε τα νέα μαθεύτηκαν σ’ ολόκληρο το χωριό! Από τότε και κάθε βράδυ του Δωδεκαήμερου, μολις έπαιρνε η νύχτα …οι γυναίκες του χωριού εκαιγαν στον μπουχαρί γουρνοτσάρουχο και δεν ξεχνούσαν να θυμιατίσουν το σπίτι γιατι τα παγανά….ηταν καπου εκεί γύρω και περίμεναν να κοπεί το δέντρο που βαστούσε τη γή….