Χριστούγεννα

Ένα χαρακτηριστικό έθιμο του χωριού μας το οποίο δυστυχώς έχει αρχίσει να χάνεται με το πέρασμα του χρόνου, είναι η λεγόμενη Γουρνοχαρά. Αν όχι ολες, τότε οι περισσότερες οικογένειες του χωριού έκτρεφαν ένα γουρούνι το οποίο έσφαζαν μια εβδομάδα περίπου πριν από την γιορτή των Χριστουγέννων. Κάθε οικογένεια που έσφαζε το γουρούνι, προσκαλούσε τους συγγενείς να βοηθήσουν στη διαδικασία η οποία εξελίσσονταν σε γλέντι. Μόλις έσφαζαν το γουρούνι η νοικοκυρά έπαιρνε έναν τσίγκο, έβαζε πάνω κάρβουνα αναμμένα, έριχνε λίγο θυμίαμα και πέρναγε μπροστά από τους άντρες, που βρισκόταν γύρω από το σφαγμένο ζώο για να τους θυμιατίσει και αυτοί με το χέρι τους αέριζαν τη φωτιά και έλεγαν την εξής ευχή: “Να το φάτε με υγεία και του χρόνου μεγαλύτερο”. Έπειτα έριχνε τα κάρβουνα με το θυμίαμα στον κομμένο λαιμό και στην κοιλιά του γουρουνιού, πάνω στην οποία προηγουμένως είχαν χαράξει ένα σταυρό.

 

Από το γουρούνι που έσφαζαν, έφτιαχναν την αλευριά (έβραζαν μεγάλα κομμάτια κρέατος, τα αλάτιζαν, έβαζαν από πάνω το λίπος και το αποθήκευαν στις καδοπούλες για να διατηρείται περισσότερο χρονικό διάστημα), τη λίπα (τη χρησιμοποιούσαν κυρίως στο μαγείρεμα και στις πίτες) ,τα λουκάνικα και τις τσιγαρίδες. Καθώς το κρέας τα παλιά χρόνια ήταν δυσέυρετο για το οικογενειακό τραπέζι, με αυτόν τον τρόπο αποθήκευσης είχαν για αρκετό διάστημα (περίπου μέχρι τις Απόκριες) κρέας .

 

Κατά τη διάρκεια του Δωδεκαήμερου οι νοικοκυρές συνήθιζαν την ώρα που χτύπαγε η καμπάνα της εκκλησιάς για τον εσπερινό, να θυμιατίζουν το σπίτι για να φύγουν τα παγανά. Μια παλιά ιστορία χριστουγεννιάτικη ιστορία που λέγεται από γενιά σε γενιά για το Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων είναι η εξής :

 

Το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων και ένα βράδυ που η “Μούτζαινα” (η μαμή του χωριού) βρισκόταν στο σπιτικό της, άκουσε χτύπους στην πόρτα. Εκείνη άνοιξε και είδε έναν άντρα που της είπε:  “έλα να μου ξεγεννήσεις τη γυναίκα μου, που γεννάει απόψε”.  Η γριά των ακολούθησε και εκείνος την πήγε σε μια βρύση λίγο έξω από το χωριό ονομαζόμενη “Βρυσοπούλα”. Εκεί είδε πράγματι μια γυναίκα να φωνάζει γιατί επρόκειτο να γεννήσει. Λίγο πιο πέρα είδε άντρες πολλούς να χορεύουν και να λένε : “Αν είναι παιδί χαρά στη μαμή κι αν είναι κορίτσι αλλοιά από τη μαμή”.  Η γυναίκα γέννησε και έκανε κορίτσι. Η μαμή επειδή είχε φοβηθεί από τα λόγια που άκουσε, βάζει στο μικρό δυο κουβάρια νήματα και κερί για να τους ξεγελάσει ότι είναι αγόρι και το φασκιώνει γρήγορα. Μόλις ήρθαν και της ζήτησαν να το ξετυλίξει τους είπε “αργότερα δεν κάνει τώρα να το ξεφασκιώσω”. Οι καλικάντζαροι πείστηκαν και άφησαν την μαμή να φύγει. Όταν όμως το ξεφάσκιωσαν και είδαν πως είναι κορίτσι, έτρεξαν στο σπίτι της και βροντούσαν να μπουν μέσα. Η γριά μαμή είχε ανάψει φωτιά και όλη τη νύχτα έκαιγε γουρνοτσάρουχο και λιβάνι διότι λένε με αυτά οι καλικάντζαροι φεύγουν και δεν πλησιάζουν. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι που λάλησαν οι πετεινοί…..

 

Την παραμονή των Χριστουγέννων οι νοικοκυρές έφτιαχναν τις κουλούρες και έβραζαν σιτάρι. Το βράδυ την ώρα που λαλούσαν οι πετεινοί ένα αγόρι ανέβαινε σε ένα ύψωμα και φώναζε τρείς φορές : Κόλιαντρα, μέλιντρα Χριστός γεννάται απόψε. Η καμπάνα της εκκλησίας χτύπαγε στις τρεις τη νύχτα και οι χωριανοί πήγαιναν στην εκκλησία. Μετά το τέλος της λειτουργίας οι γυναίκες χόρευαν στο προαύλιο της εκκλησίας. Αφού τελείωνε ο χορός κατευθύνονταν στο σπίτι για να φάνε και αμέσως μετά πήγαιναν φαγητό στους τσοπάνηδες που ήταν στα ζώα.

 

Παράλληλα την ημέρα των Χριστουγέννων πήγαιναν στην βρύση και έριχναν μέσα στο νερό μια κουλούρα, σιτάρι, τυρί και έλεγαν : “όπως τρέχει το νερό έτσι να τρέχουν και τα καλά”.